- παραστατικῆς
- παραστατικόςfit for standing by.fem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ράινχολντ, Καρλ Λέοναρντ — (Reinhold, Βιέννη 1758 – Κίελο 1823). Γερμανός φιλόσοφος. Σπούδασε στο κολέγιο των ιησουιτών της Βιέννης, μετά πήγε στους βαρναβίτες και το 1783 εγκατάλειψε το ιερατικό σχήμα για να καταλάβει την έδρα της φιλοσοφίας στην Ιένα, μετά τη δημοσίευση… … Dictionary of Greek
Φάνο, Τζίνο — (Fano, 1871 – 1952). Ιταλός μαθηματικός. Το 1902 διορίστηκε καθηγητής της αναλυτικής και παραστατικής γεωμετρίας στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο και το 1908 καθηγητής της παραστατικής γεωμετρίας στο πολυτεχνείο της ίδιας πόλης. Ασχολήθηκε κυρίως με… … Dictionary of Greek
ιδεογραφία — Η έκφραση πράξεων και ιδεών με σύμβολα, που βοηθούν στη μετάδοσή τους. Αποτελεί συνέχεια της παραστατικής γραφής και εκφράζει μια ολόκληρη ιδέα, αντί vα αποδίδει έναν φθόγγο ή ένα γράμμα, όπως η σύγχρονη γραφή. Από αυτήν προήλθαν τα ιερογλυφικά.… … Dictionary of Greek
φαντασία — Με την πλατιά έννοια, μπορεί να ονομαστεί η παραγωγή εικόνων, συνειδητών δηλαδή νοητικών παραστάσεων, που έχουν κάποιον βαθμό ομοιότητας με αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου ή κάποια αναφορά σε αυτά. Ο βαθμός συνάφειας του υποκειμενικού ψυχικού… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Λάιμπνιτς, Γκότφριντ Βίλχελμ — (Gotfride Wilhelm Leibniz, Λειψία 1646 – Ανόβερο 1716). Γερμανός φιλόσοφος και μαθηματικός. Προερχόμενος από οικογένεια με υψηλές πνευματικές παραδόσεις (ο πατέρας και ο παππούς του υπήρξαν καθηγητές της νομικής στο πανεπιστήμιο της Λειψίας),… … Dictionary of Greek
Μάρθας, Τάκης — (Λαύριο 1905 – Αθήνα 1965). Αρχιτέκτονας, ζωγράφος και καθηγητής της Αρχιτεκτονικής στο Εθνικό Μετσοβίο Πολυτεχνείο. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ και αμέσως μετά την αποφοίτησή του (1930) διορίστηκε επιμελητής της έδρας της παραστατικής και… … Dictionary of Greek
Μόνζ, Γκασπάρ — (Gaspar Monge, Μπον 1746 – Παρίσι 1818). Γάλλος μαθηματικός. Αφού σπούδασε στη στρατιωτική σχολή της Μεζιέρ, δίδαξε μαθηματικά και μετά φυσική από το 1768 έως το 1780. Στα χρόνια αυτά διατύπωσε μια μέθοδο για την αναπαράσταση των σχημάτων στον… … Dictionary of Greek
Μπερτσέλιους, Γενς Γιάκομπ — (Jens Jakob Berzelius, Βεβερσούντα, Σέργκαρντ 1779 – Στοκχόλμη 1848). Σουηδός χημικός. Σπούδασε αρχικά ιατρική, την οποία άσκησε για μια μικρή περίοδο, και ύστερα χημεία στην Ουψάλα· υπήρξε καθηγητής της χημείας στην ιατρική σχολή της Στοκχόλμης… … Dictionary of Greek